- παρεφαπτομαι
- παρεφάπτομαιπαρ-εφάπτομαιслегка прикасаться, задевать
(τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρεφάπτομαι — Α 1. αγγίζω κάτι ελαφρά, μόλις που τό αγγίζω 2. μτφ. θίγω ένα θέμα, αναφέρομαι σε κάτι … Dictionary of Greek